- προκαταφθεῖραι
- πρό-καταφθείρωdestroyaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταφθείρω — Α αφανίζω, καταστρέφω κάτι εκ τών προτέρων («σπεύδων προκαταφθεῑραι τὸν... σῑτον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταφθείρω «φθείρω εντελώς, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek